κατοκώχιμος — κατοκώχιμος, η, ον (ΑΜ) [κατοκωχή] αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτος («κατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.) αρχ. 1. ο κρατούμενος ως εγγύηση 2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κατόχιμος — κατόχιμος, ίμη, ον (Α) [κατοχή] 1. αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την κυριότητα άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ) 2. αυτός που κατέχεται από θεία και υπερφυσική δύναμη, ο θεοφορούμενος 3. (για πράγματα) αυτός μέσα… … Dictionary of Greek
φρικώδης — ες / φρικώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φρίξ, φρικός] φρικαλέος, φρικτός αρχ. 1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που συνοδεύεται από ρίγος («πυρετὸς φρικώδης», Ιπποκρ.) 2. αυτός που προκαλεί θρησκευτικό δέος 3. (το ουδ.) τὸ φρικῶδες α) ως ουσ. η τραχύτητα… … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek
Ανουίγ, Ζαν — (Jean Anouilh, Μπορντό 1910 – 1987). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Στις πρώτες του κωμωδίες,όπως Η Ερμίνα (1932), Ο ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές (1937) και Η άγρια (1938), που μπορούν να θεωρηθούν προοίμιο της μελλοντικής θεατρικής του… … Dictionary of Greek